- απριόρι
- επίρρ. априори
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απριόρι — (λ. λατιν.), από τα πριν, χωρίς να παίρνεται υπόψη η εμπειρία: Οι απόψεις σου στηρίζονται σε συλλογισμούς απριόρι (αντίθ. αποστεριόρι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απριόρι — (a priori). Λατινική έκφραση (= εκ των προτέρων), διεθνώς πολιτογραφημένη ως φιλοσοφικός και γενικότερα θεωρητικός όρος. Ο όρος σημαίνει «ξεκινώντας από αυτό που υπάρχει πριν» και είναι αντίθετος του a posteriori («ξεκινώντας από αυτό που έρχεται … Dictionary of Greek
συνθετικός — ή, ό / συνθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθετος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύνθεση ή ο ικανός και έμπειρος στη σύνθεση (α. «συνθετική μέθοδος» μια από τις κυριότερες μεθόδους διδασκαλίας β. «συνθετικός νους» γ. «φαντασία συνθετική», Στωικ.) 2 … Dictionary of Greek
αποστεριόρι — (λ. λατ.), από τα ύστερα (αντίθ. απριόρι): Πραγματική αξία έχουν μόνο οι συλλογισμοί αποστεριόρι (οι συλλογισμοί δηλ. που στηρίζονται στα δοσμένα της εμπειρίας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)